(Ομιλία στα πλαίσια του εορτασμού της 25ης Μαρτίου 2017, Συνεδριακό Κέντρο Θηβών)
Είναι δύσκολο κάποιος
να περιγράψει και να παρουσιάσει σε όλο του το μεγαλείο το φαινόμενο της
Ελληνικής Επαναστάσεως ή άλλως της Εθνικής Παλιγεννεσίας.
Είναι δύσκολο καθώς η
ακτινοβολία των οπλαρχηγών και των μαχητών, των κλεφτών και αρματωλών, πηγάζει
όχι μόνο από φιλοπατρία και ακλόνητη πίστη στο Θεό, αλλά κυρίως από τη
σφυρηλατημένη και ανεπίστρεπτη συνειδητή
απόφαση, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ.
Ο μονόδρομος που
έταξαν οι επαναστατημένοι Έλληνες, απέδωσε βέβαια τον καρπό της Ελευθερίας, δεν
υπήρξε όμως απαλλαγμένος από τα πάθη του Γένους, δηλαδή τη διχόνοια και τη
μισαλλοδοξία.
Ημέρες όμως
γιορτινές, όπως η σημερινή, οφείλουμε να εξαίρουμε το πνευματικό και μαχητικό
μέγεθος των προσωπικοτήτων του Αγώνα, πλην όμως θα πρέπει παράλληλα να μην
επιτρέπουμε να διαφύγει της προσοχής μας, ότι κάθε απελευθερωτικός αγώνας
Ελληνικός, συνοδεύεται από τουλάχιστον ένα εμφύλιο σπαραγμό, ο οποίος συνήθως,
προκαλείται από τους συνήθεις εξουσιομανείς κατ’ ευφημισμόν πολιτικούς και τις
πάντοτε υποβλέπουσες τα Ελληνικά δίκαια προστάτιδες Δυνάμεις.
«Αλλά αφού ενικήσαμεν
τον εχθρό, ενικήθημεν από τον εαυτό μας» υπογράμμισε ο Γεώργιος Τερτσέτης στην
απολογία του κατά την περιώνυμη δίκη, καταλίποντάς μας μήνυμα σπουδαίο και
πολύτιμο, ώστε να αναλογιζόμαστε τις ευθύνες μας ως Έλληνες.
Θα μιλήσουμε αργότερα
για τα διδάγματα, όσα τουλάχιστο, είναι δυνατό να παρουσιασθούν στα πλαίσια
μίας επετειακής ομιλίας.
Το θέμα της σημερινής
ομιλίας από μόνο του καθηλώνει τον οποιονδήποτε αποτολμήσει ν’ ασχοληθεί με τις
ειδικότερες συνθήκες στην οποίες διαπλέχθηκαν γεγονότα αισχύνης αλλά και
ανδρείας, δουλοπρέπειας αλλά και φιλοπατρίας, νομίμου αλλά και ηθικού.
Η Δίκη των Δικαστών,
Τερτσέτη και Πολυζωΐδη, είναι μία γνωστή άγνωστη πτυχή της ελεύθερης πλέον Ελλάδος,
του νεότευκτου Βασιλείου της Ελλάδος, κατά την περίοδο της ηγεμονίας της
Αντιβασιλείας.
Γνωστή γιατί το όνομα
των Δικαστών έχει μείνει χαραγμένο στους αιώνες, ως σύμβολο Δικαιοσύνης, όμως
είναι επιβεβλημένο, σε καιρούς δύσκολους, όπως οι σημερινοί, να γίνει κατανοητή
η σημασία της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, ως βασικού, και ίσως μοναδικού πυλώνα
της ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Η απονομή αλλά και η
απόδοση της Δικαιοσύνης, είναι μεν έργο θεόπνευστο, βασίζεται δε στην κρίση
ανθρώπων, στους οποίους απενεμήθη το καθήκον αυτών από το Σύνταγμα, τη λαϊκή
δηλαδή εξουσία.
Πως όμως είναι δυνατό
να αποδώσει ένας άνθρωπος δίκαιο εφάμιλλο της Θείας κρίσεως;
Αυτό είναι δυνατό
όταν η τήρηση των νόμων συναντά τη συνείδηση του Δικαστή, στο σημείο εκείνο
δηλαδή της ανθρώπινης υπόστασης, όπως η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία αλλά και η
Χριστιανική παράδοση, εντοπίζει την εν σώματι ύπαρξη του Θεού.
Στο Ελληνικό Ποινικό
Δίκαιο, η συνείδηση του Δικαστού αποτελεί το ύψιστο και ακατανίκητο αποδεικτικό
μέσο, ευρύτερα γνωστό ως κανόνας της ηθικής αποδείξεως.
Αυτό τον κανόνα
διατύπωσε, χωρίς να έχει καταγραφεί σε νομικά κείμενα, η ενέργεια των Δικαστών
Τερτσέτη και Πολυζωΐδη, αυτή την πίστη προέταξαν και οι ίδιοι εν συνεχεία στην
απολογία τους ως κατηγορούμενοι.
Επιβάλλεται όμως, πριν
δούμε τα γεγονότα που οδήγησαν τους Δικαστές στη γενναία και ιστορικής σημασίας
πράξη τους, να γνωρίσουμε τους ανθρώπους για τους οποίους θα μιλήσουμε.
Αναστάσιος
Πολυζωΐδης:
Ο Πολυζωΐδης γεννήθηκε το 1802 στο Μελένικο της Μακεδονίας
κι έλαβε γενική μόρφωση στα σχολεία της πόλης.
Σε πολύ νεαρή ηλικία πήγε στην Ευρώπη για ανώτερες
σπουδές. Σπούδασε νομικά και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Γοτίνγκης
(Γκαίτινγκεν), στη Βιέννη και στο Βερολίνο.
Διέκοψε τις σπουδές του στο Βερολίνο το 1821, όταν είχε
αρχίσει η Ελλην. Επανάσταση και κατέβηκε στην Ελλάδα.
Έλαβε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (τέλη του
1821 – αρχές του 1822).
Αν και νεότατος τότε (μόλις 20 ετών), υπήρξε ο κύριος
συντάκτης του Συντάγματος και συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου την περίφημη
Διακήρυξη του 1822, με την οποία επιδιωκόταν να δειχτεί στην απολυταρχική
Ευρώπη, ότι ο πόλεμος των Ελλήνων ήταν εθνικός και ιερός, έξω από
δημαγωγικότητες και ιδιοτελείς αρχές. Έγινε τότε γραμματέας του εκτελεστικού
(υπουργικού) συμβουλίου με Πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου αντιπροσωπεία με
επικεφαλής τον Πολυζωΐδη πήγε στο Λονδίνο και πέτυχε να συνάψει δάνειο για τους
πολιορκούμενους.
Ο ίδιος συμμετείχε στην τελευταία φάση της πολιορκίας του
Μεσολογγιού και στην Έξοδο.
Ο Πολυζωΐδης είναι εκείνος, που, μετά την ηρωική Έξοδο
του Μεσολογγίου και την καταστροφή του, σε μια επίσημη ομιλία του στο Ναύπλιο παρουσία και αρκετών αγωνιστών που σώθηκαν στην Έξοδο, –
ήταν και δεινός ρήτορας – ονόμασε το Μεσολόγγι “ΙΕΡΑΝ ΠΟΛΙΝ”, ονομασία που
επεκράτησε.
Το 1827 πήρε μέρος ως εκλεγμένος πληρεξούσιος στην
Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Το 1828 πήγε στο Παρίσι και συμπλήρωσε τις σπουδές του.
Όταν τελείωσε, επέστρεψε στην Ελλάδα.
Κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, που προσπαθούσε να νοικοκυρέψει το νέο ελληνικό κράτος.
Ο Πολυζωΐδης προσχώρησε στην αντιπολιτευτική παράταξη των
φιλελευθέρων συνταγματικών.
Για ένα διάστημα εξέδιδε στην Ύδρα την εφημερίδα
“Απόλλων”, η οποία κατασχέθηκε.
Αργότερα (1832) η βαυαρική Αντιβασιλεία τον διόρισε
πρόεδρο στο πενταμελές δικαστήριο του Ναυπλίου. Επειδή όμως αρνήθηκε να
υπογράψει μαζί με το δικαστή Γ. Τερτσέτη την
απόφαση καταδίκης εις θάνατον “επί εσχάτη προδοσία” του Θ. Κολοκοτρώνη και του
Δ. Πλαπούτα καταδιώχτηκε και φυλακίστηκε.
Ο Αναστάσιος
Πολυζωΐδης διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Σύμβουλος Επικρατείας.
Το 1837 (νέος 35 ετών), διορίστηκε Υπουργός Παιδείας,
Θρησκευμάτων και Εσωτερικών.
Ως αρμόδιος Υπουργός, συνέβαλε τα μέγιστα στην οργάνωση
και λειτουργία του πρώτου πανεπιστημίου του ελεύθερου ελληνικού κράτους με τη
σύνταξη των Διαταγμάτων “Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου” και “Περί προσωρινού
κανονισμού του Πανεπιστημίου”. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (1862), διορίστηκε
Νομάρχης Αττικοβοιωτίας και αργότερα αποτραβήχτηκε απ’ τη δημόσια ζωή.
Πέθανε στην Αθήνα το 1873.
Γεώργιος Τερτσέτης:
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, δικαστικός και νομικός, γιος του
Ναθαναήλ Τερτσέτη και της Κατερίνας Στρούντζα, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1800.
Η οικογένειά του καταγόταν από τη Μασσαλία και
θρησκευτικά ανήκε στο ρωμαιοκαθολικισμό.
Πρώτος δάσκαλός του στάθηκε ο ιερέας Lorenzo di Remo.
Σπούδασε νομικά στη Μπολώνια και την Πάντοβα, όπου
παρακολούθησε επίσης μαθήματα ιταλικής φιλολογίας και εντάχθηκε στο κίνημα του
καρμποναρισμού.
Όταν επέστρεψε στον ελλαδικό χώρο μυήθηκε στη Φιλική
Εταιρεία και στάλθηκε στην Πελοπόννησο για την οργάνωση του Αγώνα, επέστρεψε
όμως σύντομα για λόγους υγείας στη Ζάκυνθο, όπου ήρθε σ’ επαφή με το Μάρκο
Μπότσαρη και τον κύκλο του Σολωμού. Την περίοδο του Καποδίστρια πολέμησε στη δυτική Ρούμελη και από
το 1832 καθηγητής γαλλικών και ιστορίας στο προκαταρκτικό σχολείο και αργότερα
καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας στη στρατιωτική σχολή του Ναυπλίου.
Το 1833 έγραψε το ποίημα Το φίλημα, αφιερωμένο στον
Όθωνα, σε γλώσσα εμπνευσμένη από το δημοτικό τραγούδι.
Κατά την Αντιβασιλεία του Όθωνα έγινε δικαστής και πήρε
μέρος στη δίκη του Κολοκοτρώνη* στο Ναύπλιο (1833).
Επειδή αρνήθηκε με γενναιότητα, μαζί με το συνάδελφό του Α.
Πολυζωίδη, να προσυπογράψει την καταδίκη του «Γέρου» σε θάνατο διώχτηκε,
παραπέμφθηκε σε δίκη, αλλά αθωώθηκε (1834). Παραιτήθηκε ωστόσο κι έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε ως
το 1844.
Εκεί συνδέθηκε με το Φλωριέλ, τον Γκιζώ και άλλους.
Γύρισε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αρχειοφύλακας της Βουλής των Ελλήνων.
Το 1861 ταξίδεψε στην Ιταλία ως απεσταλμένος του Όθωνα
και το 1866 στην Ευρώπη απεσταλμένος της Ελληνικής κυβερνήσεως, με αφορμή την
επανάσταση στην Κρήτη. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού παντρεύτηκε στο
Παρίσι τη γαλλίδα λογογράφο Adelαide Germain.
Ο Τερτσέτης είναι γνωστός κυρίως για τα απομνημονεύματα
που συνέγραψε καθ’ υπαγόρευση, ιδιαίτερα εκείνα του Κολοκοτρώνη, αλλά και του
Νικηταρά και άλλων αγωνιστών.
Ο Τερτσέτης στάθηκε ένας από τους λόγιους που συνέδεσαν
την Επτανησιακή Σχολή με την Α΄ Αθηναϊκή.
Πέθανε το 1873 στην Αθήνα.
Πως όμως φθάσαμε στην
επαίσχυντη Δίκη των Δικαστών;
Χρήσιμο θα είναι να
παρουσιασθούν με όσο το δυνατό συντομότερο τρόπο τα γεγονότα πριν από αυτή τη
Δίκη, η οποία είναι συνέχεια μίας άλλης ιστορικής ασχημοσύνης, της Δίκης των
Στρατηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα.
Μετά τη δολοφονία του
πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια, επελέγη, Βασιλέας πλέον των
Ελλήνων, ο ανήλικος δευτερότοκος υιός του Λουδοβίκου Βασιλέα της Βαυαρίας,
Όθων.
Επειδή ο Όθων ήταν
ανήλικος, την εξουσία θα ασκούσε στο όνομα του, τριμελής Βασιλική Επιτροπή,
γνωστή ως Αντιβασιλεία, αποτελούμενη από τους Κόμη Ιωσήφ Λουδοβίκο
Άρμανσμπεργκ, ως Πρόεδρο, και μέλη τον Γεώργιο Λουδοβίκο φον Μάουρερ,
επιβλέποντα της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, της Δικαιοσύνης και των Εκκλησιαστικών,
και τον Κάρολο Γουλιέλμο φον Χάιντεκ, επιβλέποντα των Στρατιωτικών και των
Ναυτικών. Επίκουρα μέλη της Αντιβασιλείας ήταν οι: Κάρολος φον Άμπελ και
Κάρολος Γκράινερ.
Η περίοδος της
Αντιβασιλείας σημάδεψε βαθιά την πολιτική ζωή του τόπου, καθώς χαρακτηρίστηκε
από διαρκής ίντριγκες και διαγκωνισμούς μεταξύ των Μελών τις Αντιβασιλείας, των
Προστάτιδων Δυνάμεων και των Ελληνικών κομμάτων, του Ρωσικού, του Γαλλικού και
του Αγγλικού. Δυστυχώς, κάποιοι από τους εκπροσώπους των κομμάτων αυτών, ως
φαίνεται, θεώρησαν ως συμφέρον του τόπου, το ατομικό τους, ιδιοτελές, συμφέρον
και την εξουσιομανία, ευλογούμενοι από τις αντίστοιχες προστάτιδες Δυνάμεις.
Πάντοτε οι επιβουλές
σε βάρος της Ελλάδος, από αρχαιοτάτων χρόνων, στηρίζονταν στην έριδα, που τόσο
πολύ τίμησαν και περιέθαλψαν ανέκαθεν οι Έλληνες.
Η αποθέωση όμως των
φαυλοτήτων του καθεστώτος της περιόδου εκείνης, ήταν η κατηγορία του
Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα για εσχάτη προδοσία.
Από μόνη της η
κατηγορία προκαλεί εύλογα το ερώτημα, πως είναι δυνατόν εκείνος που
απελευθέρωσε την Ελλάδα μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς, αποφάσισε να την
προδώσει;
Το έργο της
στοιχειοθέτησης της κατηγορίας ανέλαβε ο Σκωτσέζος, φιλέλληνας κατά τα λοιπά,
φιλόσοφος και νομομαθής, Εδουάρδος Μάσον, ως Βασιλικός Επίτροπος, Εισαγγελέας
θα λέγαμε σήμερα.
Μέσα από ραδιουργίες,
ψευδομαρτυρίες, αργυρώνητα δημοσιεύματα και αλματώδης παραβιάσεις κάθε έννοιας
διαδικασίας, ο Βασιλικός Επίτροπος, με την κάλυψη του Μάουρερ, έπεδίωξε
λυσσαλέα την καταδίκη του Κολοκοτρώνη.
Ασφαλώς επένδυε και
στα αντικαποδιστριακά αισθήματα του Προέδρου Πολυζωΐδη, αλλά και την επιλογή
των άλλων δικαστών, οι οποίοι θεωρούνταν προσκείμενοι στο καθεστώς.
Ήταν δε τόσο θρασύς
και αδίστακτος ο Βασιλικός Επίτροπος, ώστε κάλεσε στο σπίτι του την παραμονή
της Δίκης, τον Πρόεδρο και τους Δικαστές, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ήταν
αποφασισμένοι κι εκείνοι να καταδικάσουν τους Στρατηγούς. Ο αδέκαστος όμως
Πολυζωΐδης του απάντησε ότι: «Θάπτω εις τους κρυψώνας της σιωπής την αντάμωσήν
μας εδώ, το διατί και πως. Κανένας δεν θα ειπεί γνώμην πριν η ώρα του νόμου το
καλέσει. Αν είναι ανάγκη να προειπούμεν τι, προλέγω ότι, αν οι στρατιωτικοί
Έλληνες είναι αθώοι, έχομεν την τιμιότητα να τους αθωώσομεν, αν ένοχοι, αρκετήν
αγάπην Πατρίδος να τους καταδικάσουμε εις δεσμά, εις θάνατον».
Ανάχωμα στα ύπουλα
σχέδια του Σκωτσέζου, κατ’ ευφημισμόν φιλέλληνα, αποτέλεσαν οι δύο ευσυνείδητοι
ευπατρίδες Δικαστές, ο Πρόεδρος Αναστάσιος Πολυζωΐδης και ο λόγιος Δικαστής
Γεώργιος Τερτσέτης.
Αντιλαμβανόμενοι ότι
ευρίσκονται ενώπιον μίας καλοστημένης παγίδας σε βάρος της Δικαιοσύνης αλλά και
των εμβληματικών Στρατηγών, προτίμησαν να θυσιάσουν αξίωμα, καριέρα ακόμη και
τη ζωή τους παρά να συμπράξουν σε βαρύ και ασυγχώρητο ανοσιούργημα.
Όταν αρνήθηκαν οι δύο
Δικαστές να υπογράψουν την κατά πλειοψηφία καταδικαστική απόφαση για τον
Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης με κουστωδία οπλισμένων
στρατιωτών, εισέβαλλε στην αίθουσα διασκέψεων, απαιτώντας την υπογραφή των δύο
Δικαστών.
«Εν ονόματι του
Βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε», απαίτησε ο Σχινάς, λαμβάνοντας την
ακατανίκητη απάντηση του Πολυζωΐδη: «Εν ονόματι της Δικαιοσύνης δεν υπογράφω».
Όμως οι δύο Δικαστές
αρνήθηκαν, όχι μόνον την υπογραφή αλλά και την παρουσία τους στην αίθουσα κατά
την ανάγνωση της αποφάσεως.
Και τότε μετά από
διαταγή του Υπουργού Σχινά, οι ένοπλοι πήραν κατά κυριολεξία σηκωτούς του
ανυπότακτους Δικαστές και τους υποχρέωσαν με τις μπαγιονέτες, τα πολεμικά
τυφέκια, να καθίσουν στην έδρα.
Η απόφαση αυτή, που
αναγνώσθηκε σε ανοικτή συνεδρίαση από το Γραμματέα του Δικαστηρίου, και όχι τον
Πρόεδρο, όπως συνηθίζεται, δεν φέρει στο σώμα της τις υπογραφές των Δύο
Δικαστών.
Μετά την ανάγνωση της
αποφάσεως και την ανακοίνωση της θανατικής ποινής για τους κατηγορουμένους, ο
ατρόμητος Κολοκοτρώνης, απευθυνόμενος σε κάποιον πατριώτη που έκλαιγε είπε:
«Μη λυπάσαι που με
σκοτώνουν άδικα. Να λυπόσουν εάν με σκοτώναν δίκαια.»
Σημειωτέον ότι οι αποφάσεις
που επέσειαν την ποινή του θανάτου εκτελούνταν εντός 24 ωρών.
Έξω από το Δικαστήριο
οι γκιλοτίνες ακονίζονταν και ο λαός θρηνούσε για τους αδικοκριθέντες και
ζητοκραύγαζε τους ανυπότακτους Δικαστές.
Νέους Αριστείδες τους
ονόμασαν.
Μετά από παρέμβαση
του ανήλικου Όθωνα, ο οποίος μετήλθε την ικεσία προς την «Αντιβασιλεία, η ποινή
μετετράπη σε 20 ετών φυλάκιση, γεγονός που ο στωϊκός Κολοκοτρώνης σχολίασε ως
εξής:
«Λυπάμαι που θα
γελάσω τον Βασιλέα, αλλά δε θα ζήσω τόσους χρόνους».
Η άρνηση αυτή των Δικαστών
έναντι της βούλησης της τυχοδιωκτικής και αντεθνικής εν τέλει Αντιβασιλείας και
των συνεργατών της, αλλά και η δολιότηττα του Μάσον, τους οδήγησε στο εδώλιο
του κατηγορουμένου.
Η θέση του
κατηγορουμένου επιτρέπει σε αυτόν, ανέκαθεν αυτό ίσχυε, να προβάλλει τη διάνοιά
του και τους λόγους για τους οποίους προέβη στην πράξη για την οποία
κατηγορείται.
Η απολογία του
κατηγορουμένου αποτελεί την απάντηση στην κατηγορία του θεωρουμένου ως δράστη ενώπιον του Δικαστού.
Στην προκειμένη
περίπτωση όμως η απολογία του Γεωργίου Τερτσέτη, καθώς αυτή του Προέδρου
Πολυζωΐδη δεν έχει διασωθεί, αποτελεί Ύμνο προς τη Δικαιοσύνη και την
αξιοπρέπεια του Δικαστού.
Δεν θα μπορούσα να
μην αναφέρω λίγα σταχυολογημένα αποσπάσματα αυτής, έργο δύσκολο, καθώς ολόκληρη
η απολογία του αποτελεί θησαυρό νοημάτων και ευψυχίας, σε σημείο να μην είναι
δυνατό να ξεχωρίσεις κάποιο απόσπασμα.
Σεβόμενος όμως το
χρόνο και το χαρακτήρα της αποψινής εκδηλώσεως θα αρκεστώ σε λίγα
χαρακτηριστικά νοήματα μέσα από τον Τερτσέτη, ως αλλοτινά διδάγματα και
σύγχρονα.
Α. «Δεν είμαι από τη
Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλη την Ελλάδα»
Με τη γνωστή φράση
του Πλουτάρχου ξεκινά να απολογείται ο Τερτσέτης, δίδοντας από την αρχή το
στίγμα του ως πατριώτη Δικαστή, συνεχίζοντας όμως δίδοντας μία πανανθρώπινη
αξία στα έργα του λέγοντας:
«…δυνάμεθα να
εκφρασθώμεν με φρόνημα ακόμη πλέον υψηλόν από το φρόνημα του παλαιού ανδρός,
δυνάμεθα να ειπούμε ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την
Ιταλία, ούτε από τη Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το
ανθρώπινον γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας
πατρίδα…..και η Δικαιοσύνη, συνεχίζει, είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της
ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρομεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειάν
μας, το όνομα του ανθρωπίνου γένους, αφού δι’ αυτό αγωνίσθημεν»
Με τις σκέψεις αυτές
ο Τερτσέτης απέδωσε στη Δικαιοσύνη, το πανανθρώπινό της νόημα, το οποίο ακόμη
και σήμερα δεν είναι αυτονόητο.
Β. « 49 χρόνους ο
γεροντότερος των δύο (ο Κολοκοτρώνης) με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους
εχθρούς, και ημείς εις την ημέραν της ελευθερίας τους θανατώνουμε! Αυτροί με
την συνομήλικην γενεάν εμβάσαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα
και ο νόμος που φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειάν τους;
Ποίος είσαι εσύ που
με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον
διά την τιμήν και ζωήν των υπηκόων; Ποίος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την
γην των προγόνων μας;».
Οι σκέψεις αυτές του
Τερτσέτη φανερώνουν τη διάσταση που υφίσταται ακόμη και σήμερα μεταξύ των
Ελλήνων και των Συμμάχων του τότε και του σήμερα, οι οποίοι λαμβάνουν υπό το
πρόσχημα παιδείας…επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά τη ζωή και την τιμή των υπηκόων.
Γ. Παραθέτοντας στη
συνέχεια σειρά επιχειρημάτων, καταλήγει ο Τερτσέτης στη στοιχειοθέτηση της
λάμψης της ελληνικής ψυχής;
«Αλλ’ εκτός των
αιτιολογημάτων τούτων, που αποδείχνουν νομιμότερο, δικαιότερο και ωφελιμότερο
το να μην υπογράψωμεν, παρά να συμψηφίσωμεν με τους τρεις, συνέπεσε και άλλο
αίτιο ισοδύναμο ή ανώτερω του νομικού λόγου, το οποίο μας απέκλεισε όλως διόλου
να πάρωμε μέρος εις την καταδικαστικήν απόφασιν, και το αίτιο τούτο είναι: ο
Εθνισμός μας».
Ακούγεται παράξενα
σήμερα ο όρος αυτός και μπορεί να παρερμηνευθεί ή να καπηλευθεί από αδαείς και
πλιατσικολογούντες περί την πολιτκή.
Γι’ αυτό το λόγο ας
αφήσουμε τον ίδιο τον Τερτσέτη να μας εξηγήσει τι σημαίνει ο όρος Εθνισμός.
«Ο Εθνισμός μας
σύγκειται από δύο στοιχεία καθαρά και αιώνια: Από αγάπη προς τον Βασιλέα και
από αγάπη προς την πατρίδα» και συνεχίζει παρακάτω απευθυνόμενος στον Βασιλικό Επίτροπο:
«Ο εθνισμός μας, Ω
Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων
φονευμένων εις τον αγώνα, και δεν ήτον θέλημα Θεού ημείς την 26η
Μαΐου να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του
Εθνισμού από τα σπλάχνα μας, η επωμίδα του Υπουργού»
Ο Τερτσέτης στο
σημείο αυτό δηλώνει την πίστη στο Πολίτευμα, στην Πατρίδα αλλά και στην
ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι κάθε άλλης εξουσίας.
Αρχές οι οποίες
διέπουν όλα τα Ελληνικά Συντάγματα και τη θέση του Δικαστή στη σύγχρονη
Δημοκρατία.
Εξάλλου, τα ίδια
στοιχεία περιλαμβάνει ο εκάστοτε διδόμενος όρκος από το πολιτικό και
στρατιωτικό προσωπικό της χώρας.
Και όλα αυτά πολύ
πριν αποτυπωθούν σε νομικά κείμενα, διατυπώνονται ως καταλυτικά επιχειρήματα
απέναντι σε μία αυθαίρετη, άδικη και προκλητική κατηγορία.
Τόσο υπήρξε το θάρρος
των Δικαστών, ώστε να μη λογαριάσουν ύβρεις, απειλές και χειροδικίες, έναντι
του καθήκοντός τους προς απονομή του Δικαίου.
Ποια όμως είναι η
θέση της ιστορικής αυτής ανάμνησης, που αποτελείται από ντροπή αλλά συνάμα και
περηφάνεια, στη σημερινή πραγματικότητα;
Πως διδασκόμαστε μέσα
από τους δύο ήρωες της Επανάστασης της Δικαιοσύνης;
Ένα αρχικό συμπέρασμα
από την πράξη της απείθειας των Δικαστών προς τον πειθαναγκασμό της τότε
πολιτικής εξουσίας είναι ότι ο Δικαστής οφείλει να εμφορείται από πνεύμα
ελεύθερο, ανεξάρτητο και ευσυνείδητο.
Η γνώμη του Δικαστού
στηρίζεται, πρώτον και κύριον, στη συνείδησή του, σημείο, που όπως ανωτέρω
αναφέρω, συναντάται η ανθρώπινη κρίση με το Θεό.
Λείπουν άραγε σήμερα
τα στοιχεία αυτά από το σύγχρονο Έλληνα Δικαστή;
Ενδεχομένως να μη
λείπουν, πλην όμως λείπει, ενίοτε, από τις άλλες δύο εμφανείς εξουσίες η
συνείδηση της μη παρεμβάσεως στο έργο των Δικαστών.
Η σύγχρονη
Δημοκρατία, η Ελληνική, θα πρέπει να θωρακίσει τις συνθήκες της μη παρεμβάσεως
στο έργο της Δικαιοσύνης.
Και ένας τρόπος,
πιθανόν, να είναι ο διορισμός των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων από τους
ίδιους τους Δικαστές και όχι από την Εκτελεστική Εξουσία.
Δεύτερο συμπέρασμα
που αντλούμε από τον Τερτσέτη και τον Πολυζωΐδη είναι η βαθιά Πίστη στον
εθνισμό, στο αίμα δηλαδή που έχει χυθεί για την ελευθερία.
Αυτή η πίστη αντιτάσσεται
απέναντι σε μία ξενόφερτη και αδίστακτη εξουσία, γίνεται κόλαφος στα αντιλαϊκά σχέδιά
της και τελικά, καταλίπεται σαν ύμνος της επιβολής του Φωτός έναντι του
σκότους, στους μεταγενέστερους.
Τρίτο στη σειρά
δίδαγμα για τους μεταγενέστερους, το οποίο πηγάζει από όλα τα στιγμιότυπα που
εδώ εκτέθηκαν πολύ περιεκτικά, είναι ότι η σύμφυτη με τον Έλληνα έριδα,
γκρεμίζει ότι έκτισε με θυσίες και αίμα.
Άλλωστε ο ίδιος ο
Τερτσέτης μας λέγει: «…αφού ενικήσαμεν τον εχθρόν, ενικηθήκαμεν από τον εαυτό
μας και η κοινωνία μας είχε διαλυθεί».
Αυτό το δίδαγμα θα
πρέπει να περάσει μέσα από τους σημερινούς γονείς στη νέα γενιά και από τους
δασκάλους στα παιδιά, ώστε να παραδώσουμε σε αυτά πνευματικά όπλα να πολεμήσουν
τον αρχέγονο αντίπαλο της υπάρξεώς μας, την Έριδα.
Είναι αυτονόητο και
σε κάθε πράξη και λέξη των δύο Δικαστών γίνεται εμφανές ότι η Δικαιοσύνη είναι,
ή οφείλει να είναι, το καταφύγιο των αδυνάτων, και το μοναδικό στήριγμα της
Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Θα τολμήσω να πω ότι
η ένδοξη Ιστορία μας έχει χρυσές αλλά και μελανές σελίδες.
Οι μεν χρυσές μας
εξηγούν τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να στεκόμαστε με υπερηφάνεια
ανάμεσα στα έθνη της οικουμένης και να διαθέτουμε στιβαρό βηματισμό στην εθνική
μας πορεία.
Οι δε μελανές μας
δείχνουν τα αδύνατα σημεία της ιδιοσυγκρασίας μας, πάνω στα οποία βρίσκουν
έρεισμα τα οποιαδήποτε ξενόφερτα συμφέροντα, τα οποία υπηρετούνται από εμάς
τους ίδιους, είτε λόγω ιδιοτέλειας, είτε λόγω δήθεν ιδεολογικών ταυτίσεων, είτε
λόγω μειωμένου αισθήματος μεγαλείου και υπεροχής του Φωτός έναντι του Σκότους.
Αυτό επιτάσσει,
ιδιαίτερα σήμερα, η ένδοξη ιστορία μας, με τις λαμπρές και τις σκοτεινές
σελίδες της, ώστε να μη λησμονούμε και συνεχώς επαναλαμβάνουμε λάθη, να
διδαχθούμε από τα βιώματα των προγόνων διότι διαφορετικά, θα βιώσουμε όσα δεν
κατανοήσαμε.
Ας γίνουμε η
επανάσταση την οποίαν θέλουμε να κάνουμε, όπως οι δύο Δικαστές έγιναν η
επανάσταση την οποίαν επιθυμούσαν, όπως οι σκλαβωμένοι Έλληνες έγιναν η
επανάσταση την οποίαν όρισαν, ως Ελευθερία ή Θάνατος.
Ας γίνουμε οι ίδιοι
Φιλέλλην
ες και ας μην περιμένουμε από αλλότριους τέτοιους βοήθεια, καθώς αυτή η
βοήθεια πολλά μυστικά και αδιόρατα κρύβει μέσα, όπως και τότε έτσι και τώρα.
Και αυτό μας αφορά
όλους, καθώς όλοι μαζί είμαστε το πολιτικό σύστημα, στο οποίο φορτώνουμε τα
αναθέματα της εποχής μας.
Εμείς, ως πολίτες,
έχουμε την ευθύνη αλλά και την υποχρέωση να κάνουμε την Ιστορία μας, συνέχεια
και προοπτική, διότι άλλως θα μείνει αυτή σαν μία απλή αφήγηση ενδόξων
γεγονότων.
Και πάντοτε θα πρέπει
να θυμόμαστε τους στίχους του Παλαμά:
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
ό,τι είστε, μην ξεχνάτε,
δεν είστε από τα χέρια σας
μονάχα, όχι.
Χρωστάτε και σε όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα “ρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές, θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.